- προρρήγνυμαι
- προρρήγ-νῠμαι,A to be ruptured previously, Sor.1.57: [tense] pf. part.
τὰ προερρωγότα Gal.17(2).131
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὰ προερρωγότα Gal.17(2).131
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προρρήγνυμαι — Α [ῥήγνυμι] σπάω από πριν ή σπάω προς τα εμπρός … Dictionary of Greek
πρόρρηγμα — ήγματος, τὸ, Α [προρρήγνυμαι] ο υμένας που περικλείει το έμβρυο στην κοιλιά τής μητέρας του … Dictionary of Greek